Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωαγωγός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωαγωγός ο [oaγoγós] Ο17 : (ανατ.) καθένας από τους δύο αγωγούς που συνδέει τις ωοθήκες με τη μήτρα· σάλπιγγαIIα: Οι ωαγωγοί παρέχουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο.

[λόγ. ω(ο)- + αγωγός μτφρδ. γαλλ. oviducte]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go