Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψύχραιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψύχραιμος -η -ο [psíxremos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που, μπροστά σε ένα απρόοπτο γεγονός ή σε μια κατάσταση γενικής αναταραχής, διατηρεί πλήρη πνευματική ετοιμότητα και ελέγχει τις ψυχικές αντιδράσεις του: ~ οδηγός. Οι πιο ψύχραιμοι από μας προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ ~, για να μην του ανταποδώσει τις ύβρεις. ΦΡ ταπί* και ~. β. (για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που γίνεται, εκδηλώνεται με πλήρη πνευματική ετοιμότητα και έλεγχο των ψυχικών αντιδράσεων: Ψύχραιμη αντιμετώπιση / αντίδραση / απάντηση / στάση. Aποφασίζω ύστερα από νηφάλια και ψύχραιμη σκέψη. ψύχραιμα ΕΠIΡΡ με τρόπο ψύχραιμο, με ψυχραιμία: Mιλώ / απαντώ / σκέφτομαι ~.

[λόγ. ψυχραιμ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες