Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψωραλέος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωραλέος -α -ο [psoraléos] Ε4 : α.που πάσχει από ψώρα· ψωριάρης. β. (μτφ.) που έχει όψη άθλια, θλιβερή, εξαθλιωμένη κτλ.: Ψωραλέα καχε κτικά δέντρα. Ένα ψωραλέο και κοκαλιάρικο γέρικο άλογο.

[λόγ. < αρχ. ψωραλέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go