Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψωμοζήτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμοζήτης ο [psomozítis] Ο10 : α.(λαϊκότρ.) αυτός που ζητιανεύει την καθημερινή του τροφή· φτωχός ζητιάνος, ζήτουλας. β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να εκλιπαρεί για οποιοδήποτε ελαχιστότατο βοήθημα, χωρίς ίχνος αυτοσεβασμού και με τρόπο φορτικό, σαν ζητιάνος.

[μσν. ψωμοζήτης < ψωμοζητ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go