Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψωμάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωμάς ο [psomás] Ο1 : (προφ.) επαγγελματίας που παρασκευάζει ή και πουλά ψωμί· αρτοποιός, φούρναρης.

[ψωμ(ί) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go