Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχωμένος -η -ο [psixoménos] Ε3 : που έχει γενναία, θαρραλέα ψυχή· αντρειωμένος. ANT λιγόψυχος: Ψυχωμένο παλικάρι.
[μππ. του ελνστ. ψυχῶ `δίνω ψυχή΄]



