Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχραίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχραίνω [psixréno] -ομαι στη σημ. 2β Ρ7.3 : κρυώνω. 1α. κάνω κτ. ψυχρό, κρύο, του αφαιρώ τη θερμότητα· (πρβ. ψύχω). β. γίνομαι ψυχρός· (πρβ. δροσίζω): Ψύχρανε ο καιρός. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να χάσει ή να εξασθενίσει το ζήλο, την αγάπη, τη συμπάθειά του κτλ. για κπ. ή για κτ.· δυσαρεστώ: Mε ψύχραναν με τα λόγια τους. Είχα την πρόθεση να τους βοηθήσω, αλλά η συμπεριφορά τους με ψύχρανε. β. (παθ.) χάνω την αγάπη μου, το ζήλο μου κτλ. για κπ. ή για κτ.: Είναι ψυχραμένη με τα παιδιά της. Kάποτε ήταν φίλοι, τώρα όμως οι σχέσεις τους έχουν ψυχρανθεί.

[λόγ. < ελνστ. ψυχραίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go