Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχορράγημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχορράγημα το [psixorájima] Ο49 : 1.(για πρόσ.) η επιθανάτια αγωνία από την οποία κατέχεται κάποιος κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του· ψυχομαχητό· (πρβ. χαροπάλεμα). 2. (μτφ.) η κατάσταση κατά την οποία κτ. (συνήθ. ένα κράτος, ένα καθεστώς κτλ.) βρίσκεται πολύ κοντά στο τέλος του, περνάει τις τελευταίες, γεμάτες αγωνία, στιγμές του: Tο ~ του χιτλερικού καθεστώτος.

[λόγ. < μσν. ψυχορράγημα < ψυχορραγη- (ψυχορραγώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go