Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχομαχώ [psixomaxó] & -άω Ρ10.11α : βρίσκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου, κατέχομαι από επιθανάτια αγωνία· ψυχορραγώ· (πρβ. πεθαίνω, χαροπαλεύω).
[ελνστ. ψυχομαχῶ `πολεμώ μέχρι την τελευταία πνοή΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]



