Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχομαχητό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχομαχητό το [psixomaxitó] Ο38 : η επιθανάτια αγωνία κάποιου, η αγωνία από την οποία κατέχεται, ώσπου να βγει η ψυχή του· ψυχορράγημα, ψυχομάχημα· (πρβ. χαροπάλεμα): Mε φρίκη θυμάται ακόμα το ~ της, το βλέμμα της που μάταια ζητούσε βοήθεια.

[ψυχομαχ(ώ) -ητό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες