Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχοκόρη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχοκόρη η [psixokóri] Ο30α : (οικ.) η θετή (με ανεπίσημη ή επίσημη υιο θεσία) κόρη κάποιου· (πρβ. ψυχοπαίδα, ψυχοπαίδι, ψυχογιός): Tην αγαπούσαν την ~ τους σαν να ΄τανε δικό τους παιδί.

[ψυχο- 1 + κόρη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go