Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχογιός ο [psixojós] Ο17 : (οικ.) θετός (με ανεπίσημη ή επίσημη υιοθεσία) γιος κάποιου· (πρβ. ψυχοκόρη, ψυχοπαίδα, ψυχοπαίδι): Tον πήρε ψυχογιό, να του μάθει την τέχνη, να του αφήσει και το μαγαζί σαν θα πέθαινε.
[ψυ χο- 1 + γιος]



