Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχογιός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχογιός ο [psixojós] Ο17 : (οικ.) θετός (με ανεπίσημη ή επίσημη υιοθεσία) γιος κάποιου· (πρβ. ψυχοκόρη, ψυχοπαίδα, ψυχοπαίδι): Tον πήρε ψυχογιό, να του μάθει την τέχνη, να του αφήσει και το μαγαζί σαν θα πέθαινε.

[ψυ χο- 1 + γιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go