Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχογενής -ής -ές [psixojenís] Ε10 : που τα αίτιά του είναι ψυχολογικά και όχι υλικά, σωματικά: ~ δερματοπάθεια.
[λόγ. < γερμ. Ρsychogen ή γαλλ. psychogène < psycho- = ψυχο- 2 + -gen (-gène) = -γενής]



