Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχισμός ο [psixizmós] Ο17 : το σύνολο των ενσυνείδητων και ασυνείδητων ψυχικών δυνάμεων ενός ατόμου και γενικότερα η ψυχική του κατάσταση: Aνώμαλος ~.
[λόγ. < γαλλ. psychisme < psych(ique) = ψυχ(ικός) -isme = -ισμός]



