Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχεδελικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχεδελικός -ή -ό [psixeδelikós] Ε1 : 1.(για ζωγραφική παράσταση, μουσική σύνθεση κτλ.) εμπνευσμένος από τις οπτικές ή ακουστικές παραστάσεις που προκαλεί στον άνθρωπο η χρήση ψευδαισθησιογόνων: Ψυχεδελική τέχνη / μουσική / διακόσμηση. Ψυχεδελικά σχήματα / χρώμα τα. 2. για παραισθησιογόνες ουσίες ή φάρμακα που προκαλούν μια αίσθηση πνευματικής απελευθέρωσης: Ψυχεδελικά φάρμακα.

[λόγ. < αγγλ. psychedelic < psyche = ψυχή (σφαλερά αντί psycho- = ψυχο- 2) + αρχ. δηλ(ῶ) `φανερώνω΄ -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go