Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχεδέλεια η [psixeδélia] Ο27 : 1.οπτική ή ακουστική παράσταση που προκαλεί στον άνθρωπο η χρήση ψευδαισθησιογόνων. 2. αίσθηση πνευματικής απελευθέρωσης που προκαλείται από παραισθησιογόνες ουσίες ή φάρμακα. 3. (μτφ.) η αίσθηση ότι βρίσκεται κάποιος σε παραίσθηση, σε κατάσταση ονείρου, η οποία δημιουργείται από οπτικές ή ακουστικές παραστάσεις, π.χ. ζωγραφικούς πίνακες, μουσικά κομμάτια, φωτισμό κτλ.
[λόγ. < αγγλ. psychedelia < psychedel(ic) = ψυχεδελ(ικός) -ia = -εια (τόνος στην προπαραλ., με συνακόλουθη γρ. -εια κατά το αγγλ. πρότυπο)]