Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχαναγκαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχαναγκαστικός -ή -ό [psixanaŋgastikós] Ε1 : (για πράξη, διαδικασία κτλ.) που επιβάλλει ψυχολογικό καταναγκασμό: Ψυχαναγκαστική διαδικασία / επιχειρηματολογία.

[λόγ. ψυχαναγκασ(μός) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες