Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχαναγκασμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχαναγκασμός ο [psixanaŋgazmós] Ο17 : η επιβολή ψυχολογικού καταναγκασμού, η επιβολή καταναγκασμού στη συνείδηση κάποιου.

[λόγ. ψυχ(ή) + αναγκασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go