Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψοφόκρυο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψοφόκρυο το [psofókrio] Ο41 : (προφ.) πολύ κρύος καιρός· παγωνιά, ψόφος: Δε βγαίνω έξω με τέτοιο ~.

[ψοφο- + κρύο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go