Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψιλικατζίδικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψιλικατζίδικο το [psilikadzíδiko] Ο41 : μικρό κατάστημα που πουλά λιανικώς διάφορα μικρά και μικρής αξίας είδη για ποικίλες χρήσεις (π.χ. τσιγάρα, βελόνες, μολύβια, περιοδικά, καραμέλες κτλ.)· κατάστημα ψιλικών (ειδών): Tο ~ της γειτονιάς.

[ψιλικατζ(ής) -ίδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go