Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλικά τα [psiliká] Ο38 : διάφορα μικρά και μικρής αξίας είδη για ποικίλες καθημερινές χρήσεις (π.χ. τσιγάρα, βελόνες, μολύβια, περιοδικά, καραμέλες κτλ.) που πωλούνται σε ειδικά καταστήματα: Kατάστημα ψιλικών, ψιλικατζίδικο. Aποθήκη ψιλικών. || (ως επίθ.): ~ είδη.
[ψιλ(ός) -ικά, ουδ. πληθ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ψιλικός `για τους ψιλούς, δηλ. τους ελαφριά οπλισμένους΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλικατζής ο [psilikadzís] Ο8 θηλ. ψιλικατζού [psilikadzú] Ο37 : α.ο ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, καταστήματος ψιλικών ειδών: Ο ~ της γειτονιάς μας. β. (μειωτ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που επιδιώκει μικρά κέρδη ή που έχει ευτελείς και ασήμαντους στόχους και επιδιώξεις: Οι ψιλικατζήδες της πολιτικής και οι έμποροι της ψευτιάς.
[ψιλικ(ά) -ατζής· ψιλικατζ(ής) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψιλικατζίδικο το [psilikadzíδiko] Ο41 : μικρό κατάστημα που πουλά λιανικώς διάφορα μικρά και μικρής αξίας είδη για ποικίλες χρήσεις (π.χ. τσιγάρα, βελόνες, μολύβια, περιοδικά, καραμέλες κτλ.)· κατάστημα ψιλικών (ειδών): Tο ~ της γειτονιάς.
[ψιλικατζ(ής) -ίδικο]