Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψηφοθήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψηφοθήρας ο [psifoθíras] Ο3 : αυτός που επιδίδεται σε ψηφοθηρία: Ψηφοθήρες και πολιτικάντηδες ικανοί μόνο να εξαπατούν το λαό.

[λόγ. ψήφ(ος) -ο- + -θήρας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go