Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψηλοτάβανος -η -ο [psilotávanos] Ε5 : που έχει ψηλό ταβάνι, οροφή. ANT χαμηλοτάβανος: Ψηλοτάβανο δωμάτιο. Παλιό ψηλοτάβανο σπίτι.
[ψηλο- + ταβάν(ι) -ος]



