Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηλοτάβανος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψηλοτάβανος -η -ο [psilotávanos] Ε5 : που έχει ψηλό ταβάνι, οροφή. ANT χαμηλοτάβανος: Ψηλοτάβανο δωμάτιο. Παλιό ψηλοτάβανο σπίτι.

[ψηλο- + ταβάν(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες