Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηλέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψηλέας ο [psiléas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) ως ειρωνικός χαρακτηρισμός πολύ ψηλού άντρα· ψηλολέλεκας, τηλεγραφόξυλο.

[ψηλ(ός) -έας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες