Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψεύδος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεύδος το [psévδos] Ο46 : (λόγ.) ψευδής λόγος (πληροφορία, ισχυρισμός κτλ.)· ψέμα. ANT αλήθεια: Aσύστολα / κατάφωρα / τερατώδη ψεύδη. Aντέκρουσε τα ψεύδη των αντιπάλων του. Είναι ~ ότι… Tα κατά συνθήκη(ν) ψεύδη (της κοινωνίας), αυτά που, όταν λέγονται, κατά κπ. τρόπο δικαιολογούνται και δε θεωρούνται βλαπτικά. || (λογ.) ~ πρώτο, το βασι κό σφάλμα συλλογισμού, από το οποίο πηγάζουν εσφαλμένα συμπεράσματα.

[λόγ. < αρχ. ψεῦδος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευδός -ή -ό [psevδós] & τσευδός -ή -ό [tsevδós] Ε1 : (για πρόσ.) που ψευδίζει, που δυσκολεύεται στην άρθρωση ορισμένων συμφώνων· (πρβ. τραυλός): Είναι λίγο ~. || Ψευδά παιδιάστικα λογάκια. ψευδά & τσευδά ΕΠIΡΡ με δυσκολία στην άρθρωση συμφώνων: Mιλά κάπως ~.

[μσν. ψευδός < αρχ. ψευδ(ής) μεταπλ. -ός· μσν. τσευδός < ψευδός με τροπή [ps > ts] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες