Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψευδομαρτυρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευδομαρτυρώ [psevδomartiró] Ρ10.9α : αναφέρω, καταθέτω ενσυνείδη τα ψευδείς πληροφορίες (σε δικαστική, ανακριτική κτλ. αρχή): Δωροδοκήθηκε για να ψευδομαρτυρήσει εναντίον μας.

[λόγ. < αρχ. ψευδομαρτυρῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες