Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψειριάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψειριάζω [psirjázo] Ρ2.1α μππ. ψειριασμένος : γεμίζει το σώμα μου από ψείρες: Bρόμικοι και ψειριασμένοι στρατιώτες, που μόλις είχαν γυρίσει από το μέτωπο.

[ελνστ. φθειρι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φθειριασ- και τροπή [fθ > ps] κατά το φθείρα > ψείρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go