Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψεγαδιάζω [pseγaδjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βρίσκω ή αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ψεγάδι, επικρίνω για ατέλεια ή έλλειψη.
[μσν. ψεγαδιάζω < ψεγάδ(ι) -ιάζω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ψεγαδιάζω < ψεγάδ(ι) -ιάζω]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |