Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψεγάδι
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεγάδι το [pseγáδi] Ο44 : (προφ., λαϊκότρ.) ατέλεια ή έλλειψη για την οποία μπορεί να επικριθεί κάποιος ή κτ.· (πρβ. ελάττωμα, μειονέκτημα): Δεν της βρίσκω ~. Πράγμα δουλεμένο από έμπειρο τεχνίτη, χωρίς κανένα ~.

[μσν. ψεγάδι < *ψεγάδιον < ψέγ(ος < ψέγ(ω) -ος) -άδιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεγαδιάζω [pseγaδjázo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βρίσκω ή αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ψεγάδι, επικρίνω για ατέλεια ή έλλειψη.

[μσν. ψεγαδιάζω < ψεγάδ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψεγάδιασμα το [pseγáδjazma] Ο49 : (προφ., λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψεγαδιάζω.

[ψεγαδιασ- (ψεγαδιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go