Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψείρα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψείρα η [psíra] Ο25 : 1.κοινή ονομασία άπτερων εντόμων που εγκαθίστα νται και ζουν παρασιτικά στο δέρμα του ανθρώπου και των ζώων: Ψείρες του κεφαλιού / του σώματος / του εφηβαίου. Ψείρες των ορνιθομόρφων. ΦΡ ~ με ουρά*. ΠAΡ Έκαψα την κάπα* μου να μη με τρώνε οι ψείρες. Aλί που το ΄χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, για υπερβολικά άτυ χο άνθρωπο. || παράσιτο έντομο των φυτών. 2. (προφ., μειωτ.) α. για γράμματα πολύ μικρά και γι΄ αυτό δυσανάγνωστα: Mη μου πεις ότι διαβάζονται αυτές οι ψείρες! β. ανούσιες και ασήμαντες λεπτομέρειες: Aσχολείται με ψείρες. γ. ως χαρακτηρισμός προσώπου υπερβολικά σχολαστικού.

[μσν. ψείρα < φθείρα με επίδρ. της λ. ψύλλα, ψύλλος < ελνστ. φθείρ ἡ (αρχ. φθείρ ὁ), αιτ. φθεῖρα (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψείρας ο [psíras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (προφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που από υπερβολική σχολαστικότητα δίνει σημασία σε ανούσιες λεπτομέρειες. || (σπανιότ., ως θετικός χαρακτηρισμός) σχολαστι κός, λεπτολόγος, προσεκτικός: Είναι πολύ ~ στη δουλειά του.

[ψείρ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες