Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαχουλευτά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαχουλευτά [psaxuleftá] επίρρ. : ψαχουλεύοντας, ψάχνοντας το γύρω χώρο (με τα χέρια)· ψηλαφητά: Προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι ~.

[ψαχουλεύ(ω) -τός, επίρρ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go