Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαροπούλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαροπούλα η [psaropúla] Ο25α : (λαϊκότρ.) μικρό αλιευτικό σκάφος· ψαρόβαρκα, ψαροκάικο.

[ίσως σύντμ. του ψαροβαρκοπούλα < ψαρόβαρκ(α) -οπούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go