Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαροντουφεκάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαροντουφεκάς ο [psarodufekás] Ο1 : αυτός που επιδίδεται στο υποβρύχιο ψάρεμα με ψαροντούφεκο.

[ψαροντούφεκ(ο) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες