Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαροκάικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαροκάικο το [psarokáiko] Ο41 : καΐκι για ψάρεμα, μικρό αλιευτικό σκάφος· ψαροπούλα.

[ψαρο- 1 + καΐκ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go