Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαριά η [psarjá] Ο24 : η ποσότητα των ψαριών που ψάρεψε ή που μπορεί να ψαρέψει κάποιος: Για τους ψαράδες είναι γρουσουζιά να τους ευχηθείς «καλή ~».

[ψάρ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go