Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαρεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαρεύω [psarévo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ5.2 : 1.χρησιμοποιώντας ειδικά σύνεργα και τεχνάσματα, πιάνω και τραβώ έξω από το νερό ψάρια ή άλλα υδρόβια ζώα· αλιεύω: ~ στη θάλασσα / στη λίμνη / στο ποτάμι. ~ με βάρκα / με πυροφάνι. ~ με καλάμι / με πετονιά / με δίχτυα / με παραγάδι / με καθετή / με ψαροντούφεκο. ~ ψάρια / μαρίδες / καλαμάρια / γαρίδες / χταπόδια. Tα λυθρίνια ψαρεύονται σε βαθιά νερά με δίχτυα και παραγάδια. || με αγκίστρι ή άλλο όργανο, πιάνω και τραβώ έξω από το νερό οτιδήποτε. 2α. (προφ., μτφ.) διερευνώ τις προθέσεις κάποιου με πλάγιες ερωτήσεις· ξεγελώ κπ. με παραπλανητικούς λόγους και τον κάνω να μου αποκαλύψει ένα μυστικό, μια κρυφή σκέψη του: Mε τρόπο προσπάθησα να τον ψαρέψω για τις προθέσεις τους. ΦΡ ~ σε θολά* νερά. β. (λαϊκ.) βρίσκω κτ., συνήθ. δυσεύρετο, σπάνιο, περίεργο, απίθανο: Πού το ψάρεψες αυτό το βιβλίο;

[μσν. ψαρεύω < ψάρ(ι) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες