Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαλτική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαλτική η [psaltikí] Ο29 : η τέχνη του ψάλτη, η τέχνη του να ψέλνει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους: Είχε μάθει την ~ από τον πατέρα του.

[ελνστ. ψαλτική `παίξιμο έγχορδου οργάνου΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ψάλτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες