Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαλιδιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαλιδιά η [psaliδjá] Ο24 : 1.τομή με ψαλίδι: Tραβώ μια ~. || (συνηθέστερα) άτεχνο κόψιμο σε ορισμένο σημείο των μαλλιών: Δε σε κούρεψε καλά· σε γέμισε ψαλιδιές. 2. είδος ναυτικού κόμπου.

[ψαλίδ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go