Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψίθυρος ο [psíθiros] Ο19 : 1.ο άναρθρος και κάπως συριστικός ήχος που ακούγεται όταν κάποιος ψιθυρίζει· ψιθύρισμα· (πρβ. μουρμουρητό): Ο δάσκαλός μας δεν ανεχόταν ψιθύρους μέσα στην τάξη. 2. (μτφ., λογοτ.) ελαφρός και ήρεμος ήχος, ευχάριστος στην ακοή: Ο ~ των φύλλων, το θρόισμα. 3. ψευδής πληροφορία που διαδίδεται με τρόπο ανεπίσημο και για να βλάψει μια πολιτική αρχή: Mη δίνετε πίστη στους κακόβουλους ψιθύρους της αντιπολίτευσης.
[λόγ. < αρχ. ψίθυρος]