Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψίδι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψίδι το [psíδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) κομμάτι δέρματος που αποτελεί το επάνω και μπροστινό μέρος υποδήματος: Δούλευε σκυμμένος ολημερίς πάνω στα ψίδια και στις μετζεσόλες.

[< *αψίδιον υποκορ. του αρχ. ἁψίς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες