Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψήσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψήσιμο το [psísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ψήνω: 1. για φαγώσιμο: Πολύ / λίγο ~. Θέλει κι άλλο ~ το κρέας. Tο πέτυχες στο ~ το ψάρι, το έψησες όσο πρέπει για να γίνει νόστιμο. || για άλλο υλικό. 2. (προφ., λαϊκ.) επίμονη προσπάθεια να πειστεί κάποιος για κτ. με κατ΄ ιδίαν συζήτηση: Mια ώρα με είχε στο ~ και τελικά με κατάφερε.

[ψησ- (ψήνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go