Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψήκτρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψήκτρα η [psíktra] Ο25 : (λόγ.) βούρτσα. || (στρατ.) ειδική βούρτσα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

[λόγ. < αρχ. ψήκτρα `βούρτσα (για άλογα)΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go