Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψέκασμα το [psékazma] Ο49 : η ενέργεια του ψεκάζω· ράντισμα με ψεκα στήρα· ψεκασμός.
[λόγ. < μσν. ψέκασμα `ψιχάλισμα΄ < ψεκασ- (ψεκάζω) -μα κατά την αλλ. της σημ. της λ. ψεκάζω]



