Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χώνεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χώνεμα το [xónema] Ο49 : η διαδικασία με την οποία χωνεύεται κτ. 1. πέψη: Tο ~ των τροφών. 2. τήξη μετάλλου. 3α. αποτέφρωση: Tο ~ των ξύλων. β. αποσύνθεση: Tο ~ της κοπριάς.

[ελνστ. χώνευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go