Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χόμπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χόμπι το [xóbi] Ο (άκλ.) : ερασιτεχνική απασχόληση για να περνούμε τις ελεύθερες ώρες μας: H κηπουρική / το ψάρεμα / τα μαστορέματα / τα γραμματόσημα είναι το ~ του. Έχω πολλά ~.

[λόγ. < αγγλ. hobby]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες