Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωριατιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριατιά η [xorjatxá] Ο24 : 1.(μειωτ.) συμπεριφορά που ταιριάζει σε χωριάτη: Δεν μπορώ να ανεχθώ τη ~ του. 2. (μτφ.) ενέργεια ή λόγια αγενή· χοντράδα: Όλο χωριατιές κάνει. Tι ~ ήταν αυτή που έκανες!

[μσν. χωριατία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χωριάτ(ης) -ία > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go