Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωριανός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωριανός ο [xorjanós] Ο17 θηλ. χωριανή [xorjaní] Ο29 : αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό με κπ. άλλο· συγχωριανός: Ο Kώστας είναι ~ μου. Είμαστε χωριανοί με τον Kώστα.

[χωρ(ιό) -ιανός· χωριαν(ός) -ή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες