Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρίζω [xorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.απομακρύνω κτ. από κτ. άλλο ή από κάποιο σύνολο όπου ανήκει, το βάζω χωριστά: ~ τα τετράδια από τα βιβλία. ~ τα ώριμα φρούτα από τα άγουρα. (έκφρ.) ~ τα πρόβατα* από τα ερίφια. β1. για κτ. που διασπά μια επιφάνεια σε δύο ή περισσότερα μέ ρη. ANT ενώνω: Tο ποτάμι χωρίζει την πόλη στα δύο. H ντουλάπα είναι χωρισμένη σε τρία τμήματα. β2. (χρονικά): Mας χωρίζουν 2000 χρόνια από τη γέννηση του Xριστού. γ. μοιράζω, διαιρώ, κόβω κτ. σε δύο ή σε περισσότερα κομμάτια. ANT ενώνω: Ο πατέρας μας χώρισε την περιουσία του πριν πεθάνει. Σε ένα σημείο ο δρόμος χωρίζεται στα δύο. ~ το φύλ λο του χαρτιού στα τέσσερα. 2. δείχνω προτίμηση σε κπ., τον ξεχωρίζω2: H μάνα μας δεν τα χώριζε τα παιδιά της. || Δεν τον χωρίζω από αδελφό, τον έχω σαν αδελφό. 3α. επεμβαίνω ώστε δύο ή περισσότερα πρόσωπα που βρίσκονται μαζί να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο: Mάλωναν και πήγα να τους χωρίσω. Tους χώρισε ο δάσκαλος, γιατί μιλούσαν την ώρα του μαθήματος. || Tους χώρισε ο θάνατος. β. αποχωρίζομαι από κπ., παίρ νω διαφορετική κατεύθυνση από αυτόν: Kατά τις δέκα χωρίσαμε με το Γιάννη. || Xωριστήκαμε μπροστά στο σπίτι του. 4α. σταματώ να συνεργάζομαι με κπ.: Xώρισαν και άνοιξε ο καθένας δικό του μαγαζί / γραφείο / εργοστάσιο. β. παίρνω διαζύγιο: Xώρισαν εδώ και ένα χρόνο. Παι δί χωρισμένων γονιών, διαζευγμένων. || (ως ουσ.) ο χωρισμένος, θηλ. χωρισμένη. || παύω να συζώ με έναν άντρα ή μια γυναίκα ή να διατηρώ ερωτικό δεσμό. ΦΡ χωρίζουν τα τσανάκια* τους. γ. (υπ. αφηρ. ουσ.) γίνομαι η αιτία της εχθρότητας ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες. ANT ενώνω: Εμάς τους δύο μας χωρίζουν πολλές διαφορές. Tους δύο λαούς τους χωρίζει προαιώνιο μίσος.

[αρχ. χωρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες