Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωματίλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωματίλα η [xomatíla] Ο25α : 1.η μυρωδιά του νωπού χώματος. 2. για να δηλώσουμε το θάνατο, κυρίως στις ΦΡ κάποιος μυρίζει ~, είναι ετοιμοθάνατος· ΣYN ΦΡ μυρίζει λιβάνι. κτ. μυρίζει ~ και λιβάνι, μας φέρνει στο νου το θάνατο.

[χωματ- (χώμα) -ίλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go