Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωλός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωλός -ή -ό [xolós] Ε1 : 1.(λόγ.) κουτσός. || (ως ουσ.) ο χωλός. 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. ως ατελές, ανεπαρκές.

[λόγ. < αρχ. χωλός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go